- ζημιά
- 1) avarie2) mal
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ζημιά — ζημιά, η και ζημία, η 1. απώλεια αγαθών, βλάβη: Έπαθε ανεπανόρθωτη ζημιά (υλική ή ηθική). 2. στην οικονομία ως έννοια αντίθετη του κέρδους: Πουλώ με ζημία 10% … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζημία — ζημίᾱ , ζημία loss fem nom/voc/acc dual ζημίᾱ , ζημία loss fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημιά — (Νομ.). Κάθε μείωση στην περιουσία ή προσβολή σε άυλα αγαθά (ζωή, σωματική ακεραιότητα, υγεία, τιμή κλπ.) που μπορεί να υποστεί ένα άτομο. Η ζ. μπορεί να είναι άμεση συνέπεια ενός γεγονότος, αλλά μπορεί να είναι και έμμεση, δηλαδή ένα γεγονός… … Dictionary of Greek
ζημίᾳ — ζημίαι , ζημία loss fem nom/voc pl ζημίᾱͅ , ζημία loss fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημίας — ζημίᾱς , ζημία loss fem acc pl ζημίᾱς , ζημία loss fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβαρία — Ζημιά πλοίου, είτε του ίδιου είτε του φορτίου του, στη διάρκεια του πλου του. Με ειδική νομοθεσία ρυθμίζονται όλα τα θέματα τα σχετικά με την α. Για να αποφευχθεί o αθέμιτος πλουτισμός σε βάρος εκείνων που διέτρεξαν τον κίνδυνο και υπέστησαν την… … Dictionary of Greek
ζημίαι — ζημία loss fem nom/voc pl ζημίᾱͅ , ζημία loss fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημίαν — ζημίᾱν , ζημία loss fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημιῶν — ζημία loss fem gen pl ζημιάζω damno fut part act masc voc sg ζημιάζω damno fut part act neut nom/voc/acc sg ζημιάζω damno fut part act masc nom sg (attic epic ionic) ζημιόω cause loss pres part act masc voc sg (doric aeolic) ζημιόω cause loss… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημίαιν — ζημία loss fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημίαις — ζημία loss fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)